ἀνάδαστος

ἀνάδαστος
ἀνάδαστος
divided anew
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάδαστος — ἀνάδαστος, ον (Α) [ἀναδατέομαι] 1. αυτός που διαμοιράστηκε εκ νέου, που ξαναμοιράστηκε 2. φρ. «ἀνάδαστον ποιῶ τι», ακυρώνω, ματαιώνω, καταργώ …   Dictionary of Greek

  • ἀναδάστως — ἀνάδαστος divided anew adverbial ἀνάδαστος divided anew masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάδαστον — ἀνάδαστος divided anew masc/fem acc sg ἀνάδαστος divided anew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδάστους — ἀνάδαστος divided anew masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάδαστα — ἀνάδαστος divided anew neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναδατέομαι — ἀναδατέομαι (Α) διανέμω εκ νέου, ξαναδιαιρώ, ξαναμοιράζω, εκτελώ αναδασμό τής γής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δατέομαι. ΠΑΡ. ἀναδασμός αρχ. ἀνάδαστος (μσν. –νεοελλ.) αναδάσιμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”